- επουρος
- ἔπουροςἔπ-ουρος2попутный
(αὔρα Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αὔρα Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έπουρος — ἔπουρος, ον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά («εἴθ’ ἀνεμόεσσά τις γένοιτ’ ἔπουρος αὔρα», Σοφ.) 2. αυτός που υποβοηθείται («τῷ ἀληθείας πνεύματι ἔπουρος ἀρθείς», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + ούρος «ευνοϊκός άνεμος» (βλ. λ. ούρος Ι)] … Dictionary of Greek
ἔπουρος — blowing favourably masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπουρον — ἔπουρος blowing favourably masc/fem acc sg ἔπουρος blowing favourably neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)